χωλώ

χωλώ
(I)
-άω, Α [χωλός]
είμαι ή γίνομαι χωλός, κουτσός.
————————
(II)
-έω, Μ [χωλός]
χωλαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά («ὁ ἵππος μου ἐκ τῆς πληγῆς ἐχώλει», Διγεν. Ακρ.).
————————
(III)
-όω, ΜΑ [χωλός]
(μέσ. και παθ.) χωλοῡμαι, -όομαι
είμαι χωλός, κουτσός
αρχ.
χωλαίνω, καθιστώ ανάπηρο κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωλῷ — χωλάω pres opt act 3rd sg χωλός lame masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώλωσις — ώσεως, ἡ, Α [χωλῶ, όω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωλῶ* (III) …   Dictionary of Greek

  • υποσκάζω — ΜΑ κουτσαίνω λίγο αρχ. παροιμ. «εἰ χωλῷ παροικήσεις, ὑποσκάζειν μαθήσει» δηλώνει ότι συχνά η πρόσκτηση ορισμένων, συνήθως αρνητικών, συνηθειών οφείλεται στις κακές συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκάζω «χωλαίνω, κουτσαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • χωλούμαι — όομαι, ΜΑ βλ. χωλῶ (III) …   Dictionary of Greek

  • χόνδρωσις — ώσεως, ἡ, Α ερεθισμός τών μαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + κατάλ. σις μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χονδρῶ, όω (πρβλ. χώλω σις)] …   Dictionary of Greek

  • χώλωμα — ώματος, τὸ, ΜΑ [χωλῶ, όω] χωλότητα μσν. μτφ. ηθική αδυναμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”