- χωλώ
- (I)-άω, Α [χωλός]είμαι ή γίνομαι χωλός, κουτσός.————————(II)-έω, Μ [χωλός]χωλαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά («ὁ ἵππος μου ἐκ τῆς πληγῆς ἐχώλει», Διγεν. Ακρ.).————————(III)-όω, ΜΑ [χωλός](μέσ. και παθ.) χωλοῡμαι, -όομαιείμαι χωλός, κουτσόςαρχ.χωλαίνω, καθιστώ ανάπηρο κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.